- ἀνθ-ώδης
ἀνθ-ώδης, ες, blumenreich, blumig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθ-ώδης, ες, blumenreich, blumig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταρρακτώδης — ες αυτός που μοιάζει με καταρράκτη, ορμητικός («καταρρακτώδης βροχή»). επίρρ... καταρρακτωδώς με καταρρακτώδη τρόπο, σαν καταρράκτης, ορμητικά («έβρεξε καταρρακτωδώς). [ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης + κατάλ. ώδης (πρβλ. ανθ ώδης, χα ώδης). Η λ.… … Dictionary of Greek