- ἀνθήλιος
ἀνθήλιος, s. in der ion. Form ἀντήλιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθήλιος, s. in der ion. Form ἀντήλιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανθήλιος — ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, ον) νεοελλ. Ι. το ουδ. ως ουσ. 1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων* 2. η ομπρέλα για τον ήλιο II. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανού αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
ἀνθήλιος — ἀντήλιος opposite the sun masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Anthelion — An anthelion (plural anthelia, from late Greek ανθηλιος, opposite the sun ) is a rare optical phenomenon appearing on the parhelic circle opposite to the sun as a faint white halo, not unlike a sundog.How anthelions are formed is disputed. Walter … Wikipedia
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
αντήλιος — α, ο (AM ἀντήλιος, ον) αυτός που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ο ανατολικός.|| νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αντήλιο το να βάζει κανείς το ένα ή και τα δύο χέρια στο μέτωπο για να προστατεύσει τα μάτια από τον ήλιο. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀντήλια 1 … Dictionary of Greek