- περι-αράσσω
περι-αράσσω, att. -ττω, darumher od. darüber schlagen, Poll. 1, 111 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-αράσσω, att. -ττω, darumher od. darüber schlagen, Poll. 1, 111 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιαράσσω — και περιαράττω Α συντρίβω εντελώς σε τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀράσσω «χτυπώ, συντρίβω»] … Dictionary of Greek