ἀνθέμιον — honeysuckle pattern neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθέμιον — Ἀνθέμιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμίοιο — ἀνθέμιον honeysuckle pattern neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμίου — ἀνθέμιον honeysuckle pattern neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμίων — ἀνθέμιον honeysuckle pattern neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμίῳ — ἀνθέμιον honeysuckle pattern neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέμια — ἀνθέμιον honeysuckle pattern neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Despotiko — Δεσποτικό Geography Coordinates: 36°58′N 24°59′E / … Wikipedia
Пупавка — ? Пупавка Пупавка полевая … Википедия
ανθέμιο — Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν… … Dictionary of Greek
εύσπορος — εὔσπορος, ον, επικ. τ. ἐΰσπορος, ον (Α) 1. ο σπαρμένος καλά (α. «εὔσποροι γύαι» β. «εὔσπορος Αἴγυπτος») 2. πλούσιος σε σπόρους, με άφθονους σπόρους («εὔσπορον ἀνθέμιον») 3. (για τον Ερμή) προστάτης τής σποράς … Dictionary of Greek