- ἀβλάστητος
ἀβλάστητος u. ἄβλαστος, bei Theophr., dasselbe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀβλάστητος u. ἄβλαστος, bei Theophr., dasselbe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αβλάστητος — η, ο (Α ἀβλάστητος, ον) αυτός που ακόμη δεν βλάστησε, δεν έβγαλε βλαστούς, αβλαστάρωτος, άβλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀβλαστῶ < ἄβλαστος] … Dictionary of Greek
αβλάστητος — η, ο αυτός που δε βλάστησε: Αβλάστητα ήταν τα κλήματα που φύτεψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβλάστητον — ἀβλάστητος not striking from cuttings masc/fem acc sg ἀβλάστητος not striking from cuttings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβλάστητα — ἀβλάστητος not striking from cuttings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβλαστησία — και αβλαστησιά, η [αβλάστητος] έλλειψη βλαστήσεως … Dictionary of Greek
ανάμυστος — η, ο αυτός που δεν βλάστησε, αβλάστητος, αφύτρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναμυστός < αναμύω «βλαστάνω, φυτρώνω». Η αρνητική σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek