- περι-αρμόζω
περι-αρμόζω, ringsumher anfügen; ἡνίκ' ἂν τοὺς πώγωνας ἀκριβώσητε περιηρμοσμέναι, Ar. Eccl. 274; Plat. Ax. 366 a; im aor. περιήρμοσεν Plut., τινί, de adul. et am. discr. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-αρμόζω, ringsumher anfügen; ἡνίκ' ἂν τοὺς πώγωνας ἀκριβώσητε περιηρμοσμέναι, Ar. Eccl. 274; Plat. Ax. 366 a; im aor. περιήρμοσεν Plut., τινί, de adul. et am. discr. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
περιπρέπω — Μ εναρμονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»] … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… … Dictionary of Greek