ἀν-ηλάκατος

ἀν-ηλάκατος

ἀν-ηλάκατος, ohne Spindel, des Spinnens unkundig, Matron. bei Ath. IV, 138 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιληλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την ηλακάτη, την ρόκα («καὶ πήνας καὶ τόνδε φιληλάκατον καλαθίσκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. χρυσ ηλάκατος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσηλάκατος — και δωρ. τ. χρυσαλάκατος, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσή ηλακάτη («χρυσηλάκατος κελαδεινὴ Ἄρτεμις», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. φιλ ηλάκατος] …   Dictionary of Greek

  • πολυηλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για ποτάμι) αυτός που έχει πολλά καλάμια, κατάφυτος με καλάμια, καλαμώδης («πολυηλάκατοι ποταμοί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἠλακάτη «ρόκα» (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] …   Dictionary of Greek

  • στρεψηλάκατος — ον, Α (ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔ στρεψ α τού στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”