ἀνθο-λόγος

ἀνθο-λόγος

ἀνθο-λόγος, Blumen sammelnd, μελίσσης πόδες, die den Blüthenstaub sammeln, Strat. 88 (XII, 249); übertr., κάλλευς ἀνϑ. Χάριτες Mel. 5 (XII, 95).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κλητορολόγιον — κλητορολόγιον, τὸ (Μ) 1. ο αυστηρός εθιμοτυπικός κανονισμός που ίσχυε κατά τη διοργάνωση τών επίσημων κλητορίων 2. στον πληθ. τὰ κλητορολόγια βιβλία που περιείχαν αυτόν τον κανονισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλητόριον + λόγιον (< λόγος < λόγος), πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”