- περι-βραχιόνιος
περι-βραχιόνιος, um den Arm gehend, φόρημα, Plut. Dem. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-βραχιόνιος, um den Arm gehend, φόρημα, Plut. Dem. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακροβραχιόνιος — α, ο αυτός που έχει μακρούς βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βραχιόνιος (< βραχίων), πρβλ. περι βραχιόνιος] … Dictionary of Greek