ἀν-ολβία

ἀν-ολβία

ἀν-ολβία, , Unglück, dem ὄλβος entggstzt, Noth und Dürftigkeit, Hes. O. 317.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ὀλβία — Ὀλβίᾱ , Ὀλβία the Alps fem nom/voc/acc dual Ὀλβίᾱ , Ὀλβία the Alps fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ὀλβίᾱ , Ὀλβίη fem nom/voc/acc dual Ὀλβίᾱ , Ὀλβίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβία — ὀλβίᾱ , ὄλβιος happy fem nom/voc/acc dual ὀλβίᾱ , ὄλβιος happy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀλβίᾱ , ὀλβία bliss fem nom/voc/acc dual ὀλβίᾱ , ὀλβία bliss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλβίᾳ — Ὀλβίᾱͅ , Ὀλβία the Alps fem dat sg (attic doric aeolic) Ὀλβίᾱͅ , Ὀλβίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβίᾳ — ὀλβίᾱͅ , ὄλβιος happy fem dat sg (attic doric aeolic) ὀλβίᾱͅ , ὀλβία bliss fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλβια — the Alps neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Όλβια — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… …   Dictionary of Greek

  • Ολβία — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… …   Dictionary of Greek

  • ολβία — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… …   Dictionary of Greek

  • ὄλβια — ὄλβιος happy neut nom/voc/acc pl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλβίας — Ὀλβίᾱς , Ὀλβία the Alps fem acc pl Ὀλβίᾱς , Ὀλβία the Alps fem gen sg (attic doric aeolic) Ὀλβίᾱς , Ὀλβίη fem acc pl Ὀλβίᾱς , Ὀλβίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβίας — ὀλβίᾱς , ὄλβιος happy fem acc pl ὀλβίᾱς , ὄλβιος happy fem gen sg (attic doric aeolic) ὀλβίᾱς , ὀλβία bliss fem acc pl ὀλβίᾱς , ὀλβία bliss fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”