- ἀνθο-δόκος
ἀνθο-δόκος, τάλαρος, Blumen aufnehmend, Mosch. 2, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθο-δόκος, τάλαρος, Blumen aufnehmend, Mosch. 2, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυοδόκος — θυοδόκος, ον (Α) (για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που είναι γεμάτος θυμιάματα, ο ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος* + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ανθο δόκος, οινο δόκος) … Dictionary of Greek