- ἀν-ηλεής
ἀν-ηλεής, ές, gew. Form für ἀνελεής, unbarmherzig. – Adv. ἀνηλεῶς, Aesch. Prom. 240 zw.; Plat. Legg. III, 697 d; Andoc. 4, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ηλεής, ές, gew. Form für ἀνελεής, unbarmherzig. – Adv. ἀνηλεῶς, Aesch. Prom. 240 zw.; Plat. Legg. III, 697 d; Andoc. 4, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηλεής — και νηλής και επικ. τ. νηλειής, ές (Α) 1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος 2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.) 3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου. επίρρ... νηλεώς και επικ. τ.… … Dictionary of Greek