ἀν-η-λειψία

ἀν-η-λειψία

ἀν-η-λειψία, , das Nichtgesalbtsein, Ungewaschenheit, Unreinlichkeit, Pol. 3, 87.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λειψία — (Leipzig). Πόλη (490.000 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Σαξονίας. Βρίσκεται κοντά στη συμβολή των ποταμών Βάισε Έλστερ, Πλάισε και Πάρτε, 140 χλμ. ΝΔ του Βερολίνου. Είναι γνωστή για τις διεθνείς εμπορικές εκθέσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Δημητρακόπουλος, Ανδρόνικος — (Συνεβρό Καλαβρύτων 1826 – Λειψία 1872). Θεολόγος, βυζαντινολόγος και κληρικός. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ανδρέας. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και εργάστηκε ως δάσκαλος. Αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εγκαταστάθηκε στη Λειψία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Θεοτόκης, Νικηφόρος — (Κέρκυρα 1731 – Μόσχα 1800). Διδάσκαλος του Γένους. Σπούδασε στην πατρίδα του και συνέχισε στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ίσως της Πάντοβα, όπου επιδόθηκε κυρίως στη μελέτη της φιλοσοφίας και των φυσικομαθηματικών επιστημών. Δίδαξε κατόπιν σε… …   Dictionary of Greek

  • Κούρτιους, Γκέοργκ — (Georg Curtius, Λίμπεκ 1820 – Χέρμσ ντορφ 1885). Γερμανός γλωσσολόγος και ελληνιστής. Μετά τις σπουδές του στο Βερολίνο και στη Βόνη διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Πράγας (1849), του Κιέλου (1854) και της Λειψίας (1862 85). Διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ, Γιόχαν Σεμπάστιαν — (Johann Sebastian Bach, Άιζεναχ, 1685 – Λειψία 1750). Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Αμπρόζιους Μπαχ, μoυσικoύ factotum της μικρής πόλης, από τον οποίο έμαθε, στα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, να παίζει βιολί. Με τον θάνατο της… …   Dictionary of Greek

  • Τόιμπνερ, Μπενεντίκτους Γκότχελφ — (Teubner, Νίντερλαουσιτρ 1784 – Λειψία 1856). Γερμανός τυπογράφος και εκδότης. Έμαθε την τυπογραφική τέχνη στη Δρέσδη και στη Λειψία όπου το 1806 ανέλαβε τη διεύθυνση του μικρού τυπογραφείου Βάινεντελ, που το αγόρασε το 1811. Αυτό, με την… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Βερναρδάκης — Επώνυμο τριών αδελφών από τη Μυτιλήνη, που ασχολήθηκαν με τις επιστήμες και τα γράμματα. 1. Αθανάσιος (1844 – 1912). Οικονομολόγος, λόγιος και συγγραφέας. Σπούδασε πολιτική οικονομία στο Παρίσι (1866 70) και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου …   Dictionary of Greek

  • Βουντ, Βίλχελμ Μαξ — (Wilhelm Max Wundt, Νεκεράου, Μανχάιμ 1832 – Λειψία 1920). Γερμανός ψυχολόγος, φυσιολόγος και φιλόσοφος. Γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, σπούδασε στο Τίμπινγκεν και στη Χαϊδελβέργη, όπου έλαβε δίπλωμα ιατρικής. Οι έρευνές του στράφηκαν πολύ γρήγορα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”