- ἀνθο-βόλος
ἀνθο-βόλος, mit Blumen werfend? Aber στέψω ἀνϑόβολον τρίχα, mit Blumen (beworfenes) geschmücktes Haar, M. Argent. 23 (IX, 270).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθο-βόλος, mit Blumen werfend? Aber στέψω ἀνϑόβολον τρίχα, mit Blumen (beworfenes) geschmücktes Haar, M. Argent. 23 (IX, 270).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυαμόβολος — κυαμόβολος, ον (Α) εκλεγμένος με κυαμευτή ψηφοφορία («κυαμόβολος δικαστής», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + βολος (< βάλλω), πρβλ. ανθό βολος, χιονό βολος. Το σύνθ. έχει παθητ. σημ. ως προπαροξύτονο] … Dictionary of Greek