περι-βρυής, ές, ringsum strotzend, grünend u. blühend, Nic. Th. 531. 841.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιβρυής — ές, Α 1. άφθονος, πλούσιος 2. πλήρης, κατάμεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρυής (< βρύω «βλαστάνω, γεμίζω»), πρβλ. αει βρυής] … Dictionary of Greek
υμνοβρυής — ές, Α γεμάτος ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + βρυής (< βρύω «γεμίζω»), πρβλ. περι βρυής] … Dictionary of Greek