- ἀνθο-φόρος
ἀνθο-φόρος, Blumen tragend, blühend, ἄλσος, Ar. Ran. 442; übertr., παῖδες Mel. 2, 31 (XII, 256. 165).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθο-φόρος, Blumen tragend, blühend, ἄλσος, Ar. Ran. 442; übertr., παῖδες Mel. 2, 31 (XII, 256. 165).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακκαβοπυρφόρος — κακκαβοπυρφόρος, ον (Μ) πυρπολικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) «καζάνι» + πυρ φόρος (< πῡρ + φορος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, μυρο φόρος] … Dictionary of Greek
θεσμοφόρος — ο (ΑΜ θεσμοφόρος, ον) αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο νομοθέτης αρχ. 1. (το θηλ. ως επίθ. τής Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την καλλιέργεια τής γης, τον καταρτισμό τής κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ. 2. ως κύριο όν. ὁ Θεσμοφόρος … Dictionary of Greek
Θυλλοφόρος — Θυλλοφόρος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διονύσου στην Κω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλλα + φορος (< φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, πυρ φόρος] … Dictionary of Greek
θανατοφόρος — θανατοφόρος, ον (Α) ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + φόρος < φέρω πρβλ. ανθο φόρος, καρπο φόρος] … Dictionary of Greek
θυμοφόρος — θυμοφόρος, ον (Μ) ο τόπος που έχει θυμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + φορος (< φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, πυρ φόρος] … Dictionary of Greek
κραδηφορία — κραδηφορία, ἡ (Α) το να κρατάει κάποιος κλαδιά συκιάς κατά τη διάρκεια μιας εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί» + φορία (< φορῶ < φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φορία, λαμπαδη φορία] … Dictionary of Greek