- ἀνθο-φόρια
ἀνθο-φόρια, τά, = ἀνϑεσφόρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθο-φόρια, τά, = ἀνϑεσφόρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραδηφορία — κραδηφορία, ἡ (Α) το να κρατάει κάποιος κλαδιά συκιάς κατά τη διάρκεια μιας εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί» + φορία (< φορῶ < φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φορία, λαμπαδη φορία] … Dictionary of Greek