- ἀνθ-οπλίζω
ἀνθ-οπλίζω, dagegen bewaffnen, ναῦς ἀνϑώπλισται Xen. Oec. 8, 12. – Med., sich dagegen waffnen, Hell. 6, 5, 7 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθ-οπλίζω, dagegen bewaffnen, ναῦς ἀνϑώπλισται Xen. Oec. 8, 12. – Med., sich dagegen waffnen, Hell. 6, 5, 7 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορύσσω — (Α) [κόρυς] 1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζω («Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.) 3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν… … Dictionary of Greek