ἀ-βλαβής

ἀ-βλαβής

ἀ-βλαβής, ές, (βλάβη), 1) unversehrt, unbeschädigt, Pind. λαός P. 8, 56 Ol. 13, 26; Aesch. Hpt. 68; häufig in Prosa, σπονδαί, unverletzt, Thuc. 5, 18; mit ἀκέραιος verh. Plat. Rep. I, 342 b. – 2) nicht verletzend, unschädlich, unschuldig; συνουσία Aesch. Eum. 275; ἱκέτης 452; βίος Soph. El. 640. Plat. verbindet es mit ὠφέλιμος, Phil. 63 a; Schadenabwehrend, ὕδωρ Theocr. 24, 96; λουτρά Ep. ad. 206 (App. 373). Aehnl. Plat. Legg. IX, 865 c; ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρέχειν, den Verlust jemandem ersetzen; vergl. ἢν γὰρ καί τι δάκῃς τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐϑὺς ἔϑηκας Theocr. 12, 25. Beide Bdtgn hat es bei Plat. Legg. XII, 853 a: ἀβλ. τοῦ δρᾶ-σαί τε καὶ παϑεῖν, ohne Schaden zuzufügen und zu nehmen. – Adv. ἀβλαβέως ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο, er band die Sohlen so unter, daß sie ihn nicht hinderten, H. h. Mere. 83; δικαίως καὶ ἀβ. καὶ ἀδόλως ἐμμένειν τῇ συμμαχίᾳ, unverbrüchlich, Thuc. 5, 47; ohne Schaden zu thun, Plut. Mar. 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλαβῇς — βλάπτω disable aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάβης — βλάβη harm fem gen sg (attic epic ionic) βλάπτω disable aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοβλαβής — θεοβλαβής, ές (AM) αυτός που έχει τιμωρηθεί από τους θεούς με βλάβη τών φρενών, με τύφλωση τού νου. Επίρρ.: θεοβλαβώς (Α) με παραφροσύνη που προέρχεται από κάποιον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. α βλαβής, φρενο βλαβής] …   Dictionary of Greek

  • ιχνοβλαβής — ἰχνοβλαβής, ές (Α) αυτός που έχει ελάττωμα ή βλάβη στο πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] …   Dictionary of Greek

  • κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

  • καταβλαβής — καταβλαβής, ές (Α) 1. αυτός που έχει βλάβη στις φρένες, στο μυαλό, βλαμμένος 2. αυτός που έχει πάθει μεγάλη ζημιά, που έχει καταστραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. επι βλαβής, προσ βλαβής] …   Dictionary of Greek

  • κοινοβλαβής — κοινοβλαβής, ές (Μ) αυτός που βλάπτει το κοινό, την κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βλαβής (< βλάβος), πρβλ. θεο βλαβής, φρενο βλαβής] …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • νοοβλαβής — νοοβλαβής, ές (Α) αυτός που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο βλαβής, ψυχο βλαβής] …   Dictionary of Greek

  • αβλάβεια — η (Α ἀβλάβεια) [ἀβλαβής] (ρ. με παθ. σημ.) η έλλειψη βλάβης, η ακεραιότητα αρχ. (με ενεργ. σημ.) η μη πρόκληση βλάβης …   Dictionary of Greek

  • αγνωσία — Η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης των ερεθισμάτων. Διακρίνεται σε οπτική α. ή ψυχική τύφλωση, όταν o άρρωστος δεν μπορεί να αναγνωρίσει το αντικείμενο βλέποντάς το, ενώ μπορεί να το αναγνωρίσει με την ακοή ή με την αφή· σε απτική α. ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”