- ἀν-ομο-λογία
ἀν-ομο-λογία, ἡ, 1) Uebereinstimmung. – 2) (ἀ privat.) Widerspruch, Plut. Nic. et Crass. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ομο-λογία, ἡ, 1) Uebereinstimmung. – 2) (ἀ privat.) Widerspruch, Plut. Nic. et Crass. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύλογος — η, ο, ΝΜΑ 1. πολυλογάς, φλύαρος 2. αυτός που λέγεται με πολλά λόγια. επίρρ... πολυλόγως Α με πολλά λόγια, με πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λογος* (< λέγω), πρβλ. ομό λογος, φιλό λογος] … Dictionary of Greek
χαριτογλωσσώ — χαριτογλωσσῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. χαριτογλωττῶ Α λέω γλυκά λόγια, μιλώ κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + γλωσσῶ (< γλωσσος < γλῶσσα), πρβλ. ὁμο γλωσσῶ / γλωττῶ] … Dictionary of Greek