ἀν-ομο-ειδής

ἀν-ομο-ειδής

ἀν-ομο-ειδής, ές, ungleichartig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζαλοειδής — ζαλοειδής, ές (Μ) θυελλώδης, ζαλόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλος (I) + κατάλ. ειδής (πρβλ. ομο ειδής, ωο ειδής)] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοειδής — ές (Α θαλασσοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ειδής (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, ομο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • θαλλοειδής — ές αυτός που έχει μορφή θαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + ειδής* (< είδος), πρβλ. ομο ειδής, σκωληκο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • θεοειδής — ές (ΑΜ θεοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με τον θεό (ή τους θεούς) («θεοειδές πρόσωπον», Πλάτ.) αρχ. 1. (για πράγματα) θείος, θεϊκός («θεοειδεῖς λίθους», Ιάμβλ.) 2. θεοσεβής 3. το ουδ. ως ουσ. τό θεοειδές η ομοιότητα προς τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”