ὀνομα-θέτης

ὀνομα-θέτης

ὀνομα-θέτης, ὁ, = ὀνοματοϑέτης, oft als v. l., vgl. Lob. Phryn. 668.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ονοματοθέτης — ο (Α ὀνοματοθέτης) αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε κάτι νεοελλ. 1. ανάδοχος, νονός 2. αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή τεχνική ονοματοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, ατος + θέτης (< τίθημι), πρβλ. ωρο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”