- ὀνομα-κλήτωρ
ὀνομα-κλήτωρ, ορος, ὁ, der die Namen der Leute (kennt u.) nennt, das lat. nomenclator; Ath. II, 47 e; Luc. merc. cond. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνομα-κλήτωρ, ορος, ὁ, der die Namen der Leute (kennt u.) nennt, das lat. nomenclator; Ath. II, 47 e; Luc. merc. cond. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
Nomenclatura química de los compuestos orgánicos — La nomenclatura química de los compuestos orgánicos (del griego ονοματοκλήτωρ; όνομα, nombre, y κλήτωρ, llamar. El término latino nomenclatūra se refiere a una lista de nombres, al igual que al nomenclador; esta palabra puede indicar un proveedor … Wikipedia Español