ὀνομαστός

ὀνομαστός

ὀνομαστός, genannt, zu nennen, οὐκ ὀνομαστός, unnennbar, wie infandus, was Abscheu oder Furcht einflößt, so daß man es nicht einmal nennen mag, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, Od. 19, 260. 23, 19; Hes. Th. 148; namhaft, berühmt, σὺν ϑαλίαις ὀνομαστάν, Pind. P. 1, 38; ὀνομαστὰ πράττων, Eur. Herc. Fur. 509; Her. 5, 114 u. öfter, u. in der ion. Form, τέμενος οὐνομαστότατον, 2, 176; und so im superl. auch Thuc. 1, 11; öfter bei Plat., ἄνδρες ὀνομαστοί, Theaet. 155 d; περὶ μεγίστης καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν πράξεως, Tim. 21 d; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀνομαστός — named masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀνόμαστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονομαστός — ή, ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, ή, όν) [ονομάζω] αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός αρχ. 1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται 2. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • ονομαστός — ή, ό αυτός που έχει όνομα, φήμη, ο διάσημος, ο ξακουστός, ο ξακουσμένος: Ονομαστός επιστήμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀνομαστότερον — ὀνομαστός named adverbial comp ὀνομαστός named masc acc comp sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστοτάτω — ὀνομαστός named masc/neut nom/voc/acc superl dual ὀνομαστός named masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστοτάτων — ὀνομαστός named fem gen superl pl ὀνομαστός named masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστόν — ὀνομαστός named masc acc sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστότατα — ὀνομαστός named adverbial superl ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστότατον — ὀνομαστός named masc acc superl sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταυροπόλιον — Ονομαστός στο πανελλήνιο ναός της Aρτέμιδας στην αρχαία Ικαρία, στα βόρεια παράλιά της. Βρισκόταν στην τοποθεσία Αυτάκι, όπου υπάρχουν και θερμοπηγές. * * * τὸ, Α [ταυροπόλος (Ι)] ναός τής Ταυροπόλου Αρτέμιδος στην Ικαρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”