- ἀν-ομβρία
ἀν-ομβρία, ἡ, Regenmangel, Arist. H. A. 8, 28 Bekk., vulg. ἀομβρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ομβρία, ἡ, Regenmangel, Arist. H. A. 8, 28 Bekk., vulg. ἀομβρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμβρία — ὀμβρίᾱ , ὄμβριος rainy fem nom/voc/acc dual ὀμβρίᾱ , ὄμβριος rainy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀμβρίᾱ , ὀμβρία rain fem nom/voc/acc dual ὀμβρίᾱ , ὀμβρία rain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομβρία — ὀμβρία, ἡ (Α) 1. όμβρος, βροχή 2. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ουσιαστικό που έχει σχηματιστεί, πιθ., κατ αποκοπή από το σύνθ. ανομβρία] … Dictionary of Greek
ομβριά — η [όμβρος] άφθονη βροχή … Dictionary of Greek
ὄμβρια — ὄμβριος rainy neut nom/voc/acc pl ὄμβριος rainy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρίας — ὀμβρίᾱς , ὄμβριος rainy fem acc pl ὀμβρίᾱς , ὄμβριος rainy fem gen sg (attic doric aeolic) ὀμβρίᾱς , ὀμβρία rain fem acc pl ὀμβρίᾱς , ὀμβρία rain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγομβρία — ὀλιγομβρία, ἡ (Α) έλλειψη βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ομβρία (< ὄμβριος < ὄμβρος «βροχή») πρβλ. πολυ ομβρία] … Dictionary of Greek
πανομβρία — ἡ, Μ μεγάλη βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ομβρία (< ομβρος < ὄμβρος), πρβλ. αν ομβρία] … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
επιρράσσω — ἐπιρράσσω (Α) [ράσσω] 1. χτυπώ βίαια, κλείνω με ορμή («πύλας δ’, ὅπως εἰσῆλθ’, ἐπιρράξασ’ ἔσω», Σοφ.) 2. προσαρμόζω, κλείνω («κομίσαντες αὐτὸν εἰς τὸν καλούμενον θησαυρόν... κατέθεντο καὶ τὸν λίθον ἐπιρράξαντες», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) πέφτω με ορμή… … Dictionary of Greek
μίκαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λάχανα ὄμβρια» … Dictionary of Greek