ἀμοιβήδην

ἀμοιβήδην

ἀμοιβήδην, Ap. Rh. 2, 1071. 4, 76, abwechselnd. ἀμοιβηδίς, = ἀμοιβαδίς, abwechselnd, der Reihe uach, Einer nach dem Anderen, Hom. zweimal, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 18, 506 ἀμοιβηδὶς δὲ δίκαζον, Od. 18, 310 ἀμοιβηδὶς δ' ἀνέφαινον; Ap. Rh. 3, 226.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμοιβήδην — ἀμοιβήδην (Α) επίρρ. αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. δην*] …   Dictionary of Greek

  • αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 …   Dictionary of Greek

  • αμοιβηδίς — ἀμοιβηδίς (Α) επίρρ. βλ. αμοιβήδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. δις] …   Dictionary of Greek

  • αμοιβηδόν — ἀμοιβηδὸν (Α) επίρρ. βλ. αμοιβήδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. δον*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”