ἀν-ηκοΐα

ἀν-ηκοΐα

ἀν-ηκοΐα, , das Nichthören, neben κωφότης Plut. Aud. 2; Garrul. 1; daß man nichts gchört u. gelernt hat, Unwissenheit, Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακήκοια — κακήκοια, ἡ (Α) το να ακούει κάποιος προσεκτικά κακολογίες ή συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί *κακηκοΐα (< κακ(ο) * + ηκοΐα (< ηκοος < ἀκούω), πρβλ. αμβλυ ηκοΐα, βαρυ ηκοΐα] …   Dictionary of Greek

  • υπερηκοΐα — η, Ν υπέρμετρη οξύτητα τής ακοής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ηκοΐα (< ήκοος < ακοή), πρβλ. βαρ ηκοΐα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”