ἀμοιβαῖος — giving like for like masc nom sg ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβαίος — α, ο (Α ἀμοιβαῖος, ον και ος, α, ον) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, που εναλλάσσεται ή ανταλλάσσεται με άλλον μσν. αυτός που απαντά όπως στον διάλογο αρχ. το ουδ. ως ουσ. ἀμοιβαῖα α) οι διάλογοι σε τραγωδία β) είδος λαϊκού τραγουδιού … Dictionary of Greek
αμοιβαίος — α, ο επίρρ. α αυτός που υπάρχει ή γίνεται εναλλακτικά ή με ανταπόδοση: Η εκτίμηση είναι αμοιβαία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμοιβαῖον — ἀμοιβαῖος giving like for like masc acc sg ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc sg ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem acc sg ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαῖα — ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαῖοι — ἀμοιβαῖος giving like for like masc nom/voc pl ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαῖαι — ἀμοιβαῖος giving like for like fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαίως — ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like adverbial ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like masc acc pl (doric) ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like adverbial ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαίων — ἀμοιβαί̱ων , ἀμοιβαῖος giving like for like fem gen pl ἀμοιβαί̱ων , ἀμοιβαῖος giving like for like masc/neut gen pl ἀμοιβαί̱ων , ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀμοιβαῖα — ἀμοιβαῖα , ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl ἀμοιβαῖα , ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαδίων — ἀμοιβάδιος fem gen pl ἀμοιβάδιος masc/neut gen pl ἀμοιβαῖος giving like for like fem gen pl ἀμοιβαῖος giving like for like masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)