ἀνθεμίς

ἀνθεμίς

ἀνθεμίς, ίδος, ἡ, die Blume, Diotim. 2 (VI, 267). Bei Diosc. u. A. eine Pflanze, Kamille.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀνθεμίς — camomile fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθεμίς — η (ΑΝ) [άνθεμον] ονομασία για πολλά ποώδη φυτά (οικ. Σύνθετα), αγριοχαμομήλι, μαργαρίτα μσν. αμάρακος, ματζουράνα αρχ. (γενικά) το άνθος …   Dictionary of Greek

  • ἀνθεμίδα — ἀνθεμίς camomile fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμίδας — ἀνθεμίς camomile fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμίδι — ἀνθεμίς camomile fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμίδος — ἀνθεμίς camomile fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμίδων — ἀνθεμίς camomile fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεμίσι — ἀνθεμίς camomile fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… …   Dictionary of Greek

  • ανθέμιο — Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν… …   Dictionary of Greek

  • ζωγιέρα — η κοινή ονομασία τού φυτού ανθεμίς η χία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”