- ἀν-οιδίσκω
ἀν-οιδίσκω, aufschwellen machen, Hippocr.; Theophr. – Pass., aufschwellen, intrans.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-οιδίσκω, aufschwellen machen, Hippocr.; Theophr. – Pass., aufschwellen, intrans.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιδίσκω — οἰδίσκω (Α) οιδαίνω, εξογκώνω, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιδώ] … Dictionary of Greek
οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… … Dictionary of Greek
ανοιδίσκω — ἀνοιδίσκω (Α) 1. κάνω κάτι να φουσκώσει 2. (με παθ. σημ.) ανοιδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οιδίσκω «εξογκώνω, φουσκώνω»] … Dictionary of Greek
παροιδίσκω — Α [οιδίσκω] σχηματίζω μικρό πρήξιμο, επιφέρω ελαφρό φούσκωμα … Dictionary of Greek