- ὀν-ηγός
ὀν-ηγός, ὁ, Eselführer. S. ὀναγός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀν-ηγός, ὁ, Eselführer. S. ὀναγός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διάπηξ — ( ηγος), ο βλ. διάπηγμα … Dictionary of Greek
παραπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που πλήττεται από τα πλάγια 2. μτφ. παράφρονας, μανιακός, τρελός («οὕτως ἐκφρονας... καὶ παραπλῆγας τὸ δωροδοκεῑν ποιεῑ», Δημοσθ.) 3. παράλυτος 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ παραπλῆγες οι παραλύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek
πλήξ — ῆγος, ἡ, Α ονομασία επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πληγ ς < θ. πληγ τού πλήσσω* (πρβλ. πληγή)] … Dictionary of Greek
σκοτιαπλήξ — ήγος, η, Ν (λόγιος τ.) ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους αρπακτικών πτηνών τής τάξης γλαυκόμορφα … Dictionary of Greek
σοροπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α σοροδαίμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
συμπήξ — ῆγος, ὁ, Α σύμπηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατα πήξ] … Dictionary of Greek
συοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που χτυπήθηκε από αγριόχοιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + πλήξ (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. βου πλήξ, οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
υδατοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττεται από το νερό, που τόν χτυπάει το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ] … Dictionary of Greek
φρενοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α φρενόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
ἡγῶ — ἡγός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγόν — ἡγός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)