περι-ϊππεύω

περι-ϊππεύω

περι-ϊππεύω, herumreiten; Pol. 5, 73, 12; Luc. Gall. 12; τὸ κέρας, Plut. Crass. 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιιππάζομαι — Α περιιππεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἱππάζομαι «ιππεύω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναβαίνω — Α [ἀναβαίνω] 1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος 2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη 3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.) 4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον 5. ιππεύω επιπροσθέτως 6. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”