ανθερεών — ἀνθερεών, ο (Α) 1. ο λαιμός 2. το πηγούνι 3. ο φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από θ. ανθερ < αθήρ «η άκρη του σταχιού»] … Dictionary of Greek
ἀνθερεών — chin masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερεῶνα — ἀνθερεών chin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερεῶνας — ἀνθερεών chin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερεῶνι — ἀνθερεών chin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερεῶνος — ἀνθερεών chin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ус — род. п. а, мн. ы, диал. ус, род. п. а, укр. вус, род. п. а, блр. вус, др. русск. усъ ус, борода , русск. цслав. ѫсъ, болг. въс (Младенов 94), словен. vо̣̑s ус , мн. vȯse, чеш. vous, мн. vousy, слвц. fuz, мн. fuzy, польск. wąs, род. п. wąsa, мн … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
γαργαρεών — γαργαρεών, ο (AM) η επιγλωττίδα, η σταφυλή τής υπερώας αρχ. η τραχεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαρίζω. Πρόκειται για μεταρρηματικό τ. (πρβλ. ανθερεών)] … Dictionary of Greek
επανθερεών — ἐπανθερεών και ἀνθερεών, ο (Α) η γενειάδα, το πηγούνι … Dictionary of Greek