- ἀν-ομό-ζηλος
ἀν-ομό-ζηλος, etwas anders liebend, Sext. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ομό-ζηλος, etwas anders liebend, Sext. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek