- ἀν-ούατος
ἀν-ούατος, ohne Ohr, ohne Henkel, Theocr. ep. 4 (IX, 437).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ούατος, ohne Ohr, ohne Henkel, Theocr. ep. 4 (IX, 437).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὔατος — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
μονούατος — μονούατος, ον (Α) (για λαγήνι) μόνωτος*, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ ούατος, χρυσ ούατος] … Dictionary of Greek
χρυσούατος — ον, Α (για σκεύος) αυτός που έχει χρυσές λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ούατος (< οὖς* «αφτί»), πρβλ. μον ούατος] … Dictionary of Greek
ухо — род. п. а, мн. уши, укр. вухо, блр. вухо, др. русск. ухо, род. п. ушесе, прилаг. ушесьнъ, дв. уши, ст. слав. оухо οὖς, род. п. ушесе, дв. оуши (Дильс, Aksl. Gr. 171 и сл.), болг. ухо, уши, сербохорв. у̏хо, у̏ши, словен. uhọ̑, дв. ušî, мн.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ουατοκοίτης — οὐατοκοίτης, ὁ (Α) (ονομ. ατόμων μυθικής ινδικής φυλής που είχαν πολύ μακριά αφτιά) αυτός που κοιμάται πάνω στα αφτιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, οὔατος «αφτί» (βλ. λ. ους) + κοίτης (< κοίτη «κλίνη»), πρβλ. ανεμο κοίτης] … Dictionary of Greek
ουατόεις — οὐατόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει μακριά αφτιά 2. μτφ. αυτός που έχει δύο λαβές οι οποίες μοιάζουν με αφτιά 3. (για δένδρο) αυτός που έχει κλαδιά τα οποία κλίνουν προς τα κάτω 4. (κατά τον Ησύχ.) «οὐατόεν ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει… … Dictionary of Greek
ōus2 : ǝus- : us- — ōus2 : ǝus : us English meaning: ear Deutsche Übersetzung: “Ohr” Note: extended with i (ǝusi s), es (ǝusos n.) and en Note: Root ōus2 : ǝus : us : “ear”, derived from zero grade of Root ghous : “to sound; hear”. Only Indo… … Proto-Indo-European etymological dictionary