- ἀνθό-κροκος
ἀνθό-κροκος, mit buntfarbigem Einschlag, bunt durchwirkt, πῆναι Eur. Hec. 475.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθό-κροκος, mit buntfarbigem Einschlag, bunt durchwirkt, πῆναι Eur. Hec. 475.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάγκροκος — μελάγκροκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρο υφάδι 2. (για πλοίο) αυτός που έχει μαύρα ιστία («ὃς αἰὲν δι Ἀχέροντ ἀμείβεται τὰν ἄστονον μελάγκροκον ναυστόλον θεωρίδα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος, ανος + κρόκος «υφάδι» (πρβλ. ανθό κροκος,… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek