ἀ-βουλία

ἀ-βουλία

ἀ-βουλία, , Mangel an Rath und Ueberlegung; Uncntschlossenheit, Pind. Ol. 11, 41; Thue. 5, 75 (neben μαλακία u. βραδυτής); auch wohl Her. 7, 216; bes. Unüberlegtheit, Unklugheit (VLL. ἄνοια, μωρία), Soph. El. 320. 421, ἐξ ἀβουλίας u. ἀβουλίᾳ πεσεῖν u. ähnl., Antia. 1227; πολλὴν-ίαν ἔχειν Eur. Med. 882. Gegensätze sind εὐβουλία, Plat. Alc. I, 125 e; σωφροσύνη Thuc. 1, 32; εὖ φρονῶν (ἀβουλίᾷ) Antiph. 4, β, 6; βουλεύεσϑαι Isocr. 1, 35. Auch im plur., Her. 8, 57. Böser Rath ist es wohl Aesch. Hpt. 732 κρατηϑεὶς ἐκ φίλων ἀβουλίαις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κενοβουλία — κενοβουλία, ἡ (Α) το να σκέπτεται κάποιος κενά, κούφια, η κουφόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + βουλία (< βουλος < βουλεύω), πρβλ. βραδυ βουλία, ορθο βουλία] …   Dictionary of Greek

  • πονηροβουλία — ἡ, ΜΑ πονηρή σκέψη, επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + βουλία (< βουλος < βουλή «σκέψη»), πρβλ. καλο βουλία, υστερο βουλία] …   Dictionary of Greek

  • οξυβουλία — ὀξυβουλία, ἡ (Α) ταχεία σκέψη, γρήγορη απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βουλία (< βουλος < βουλή «σκέψη»), πρβλ. υστερο βουλία] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοβουλία — η / ταὐτοβουλία, ΝΜΑ ταύτιση βούλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + βουλία (< βουλος < βουλή), πρβλ. συμ βουλία] …   Dictionary of Greek

  • υστεροβουλία — η / ὑστεροβουλία, ΝΑ νεοελλ. σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια αρχ. 1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + βουλία (< βουλος <… …   Dictionary of Greek

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

  • υποβουλία — η, Ν ελαττωμένη δύναμη βούλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + βουλή «βούληση» + κατάλ. ία (πρβλ. πρωτο βουλία)] …   Dictionary of Greek

  • ԱԽՈՐԺԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0016 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. ἠδονή, ἑπιτήδευμα, βουλία, προαίρεσις voluptas, jucunditas, electio, studium, accuratum Ախորժք. ախորժանք. զուարճութիւն. յօժարութիւն. սէր. հաճոյք. հեշտալիք. քաղցրութիւն. *Գերագոյապէս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”