- ἀνθ-υφ-ίσταμαι
ἀνθ-υφ-ίσταμαι, aor. ἀνϑυποστῆναι χορηγός, dagegen als Choreg auftreten, s. ὑφίστημι, Dem. 21, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθ-υφ-ίσταμαι, aor. ἀνϑυποστῆναι χορηγός, dagegen als Choreg auftreten, s. ὑφίστημι, Dem. 21, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek