- ἀνθ-υπ-αγωγή
ἀνθ-υπ-αγωγή, ἡ, das Dagegenanführen, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθ-υπ-αγωγή, ἡ, das Dagegenanführen, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… … Dictionary of Greek