- ἀνθ-υπατικός
ἀνθ-υπατικός, proconsularisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθ-υπατικός, proconsularisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… … Dictionary of Greek