- ὀνοτός
ὀνοτός, = ὀνοστός; Pind. I. 3, 68; Ap. Rh. 4, 91, Schol. μεμπτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνοτός, = ὀνοστός; Pind. I. 3, 68; Ap. Rh. 4, 91, Schol. μεμπτός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονοτός — ὀνοτός, ή, όν (Α) (ποιητ. τ.) (δ. γρφ.) βλ. ονοστός … Dictionary of Greek
ὀνοτός — to be blamed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοτά — ὀνοτός to be blamed neut nom/voc/acc pl ὀνοτά̱ , ὀνοτός to be blamed fem nom/voc/acc dual ὀνοτά̱ , ὀνοτός to be blamed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοτόν — ὀνοτός to be blamed masc acc sg ὀνοτός to be blamed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοτοί — ὀνοτός to be blamed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοτούς — ὀνοτός to be blamed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοτή — ὀνοτός to be blamed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοτήν — ὀνοτός to be blamed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονοστός — ὀνοστός και ὀνοτός, ή, όν (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που είναι άξιος μομφής ή περιφρόνησης 2. (κατά Αν Ησύχ.) «ὀνοστά ἐκφαυλισμού ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, φαῡλα ἤ καὶ ἄμεμπτα». επίρρ... ὀνοστῶς (Μ) με ονειδιστικό τρόπο, περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
ονοτάζω — ὀνοτάζω (Α) [ονοτός] (ποιητ.. τ.) 1. όνομαι*, μέμφομαι, ψέγω 2. μέσ. ονοτάζομαι αποστρέφομαι, βδελύσσομαι («γάμον Αἰγύπτου παίδων ἀσεβῆ τ ὀνοταζόμεναι», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
φερτάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επεκτεταμένος τ. τού ρ. φέρω (πιθ. μέσω τού ρηματ. επιθ. φερτός), πρβλ. ὀνοτάζω: ὀνοτός: ὄνομαι] … Dictionary of Greek