- ὀνο-σφαγία
ὀνο-σφαγία, ἡ, das Schlachten, Opfern von Eseln, Callim. frg. bei Schol. Pind. P. 1, 49, im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνο-σφαγία, ἡ, das Schlachten, Opfern von Eseln, Callim. frg. bei Schol. Pind. P. 1, 49, im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπερμοσφαγία — ἡ Α η σφαγή των συγγενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. ονο σφαγία, τεκνο σφαγία] … Dictionary of Greek
τεκνοσφαγία — ἡ, Α το να σφάζει κανείς τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. ὀνο σφαγία] … Dictionary of Greek