- ἀνθρίσκος
ἀνθρίσκος, ὁ, eine Kranzblume, Poll. 6, 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθρίσκος, ὁ, eine Kranzblume, Poll. 6, 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανθρίσκος — Γένος φυτών τηςοικογένειας των σκιαδοφόρων. Περιλαμβάνει ετήσιες πόες και 13 είδη, από τα οποία τα τέσσερα είναι γνωστά στην Ελλάδα. Από αυτά, το κοινότερο είναι ο α.ο κηρόφυλλος,γνωστός με την ονομασία σκατζίκι στην Κεφαλονιά, όπου είναι… … Dictionary of Greek
andher-, n̥dher- — andher , n̥dher English meaning: ‘stem, spike” Deutsche Übersetzung: ‘spitze, Stengel” Material: Nur griechisch: ἀθήρ “ an ear of corn “, ἀνθέριξ “ stalk point, stalk “, ἀνθέρικος “ Stalk, stem of a plant “, ἀνθερεών “ chin “ as “ … Proto-Indo-European etymological dictionary