ἀνθράκιον

ἀνθράκιον

ἀνθράκιον, τό, dim. von ἄνϑραξ, kleine Kohle, kleiner Karfunkel. – Kohlenpfanne, Alex. Poll. 10, 100; B. A. 404.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀνθράκιον — brazier neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθράκιον — το (Α ἀνθράκιον) το καρ βουνάκι νεοελλ. 1. λεπτή σκόνη από κάρβουνο που χρησιμοποιείται σαν χρώμα 2. ορυκτό πυριτικό αρχ. 1. είδος μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες 2. είδος πολύτιμου λίθου 3. εξάνθημα, σπυρί (από την ασθένεια… …   Dictionary of Greek

  • ἀνθρακίων — ἀνθράκιον brazier neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακίῳ — ἀνθράκιον brazier neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • θράκα — και θρακιά, η βλ. ανθρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθράκα, μεγεθ. του αθράκι < αρχ. ανθράκιον, υποκορ. τού άνθραξ*] …   Dictionary of Greek

  • θράκια — τα αναμμένα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού θράκι < αρχ. ανθράκιον, υποκορ. τού άνθραξ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”