- ἀμορβίτης
ἀμορβίτης, eine Kuchenart bei den Siciliern, Ath. XIV, 646 e; vielleicht ἀμορίτης, s. ἀμόραι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμορβίτης, eine Kuchenart bei den Siciliern, Ath. XIV, 646 e; vielleicht ἀμορίτης, s. ἀμόραι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμορβίτης — ἀμορβίτης, ο (Α) ο αμορίτης* … Dictionary of Greek
ἀμορβίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμορίτης — ἀμορίτης και ἀμορβίτης και ἀμοργίτης, ο (Α) είδος ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμόρα + κατάλ. ίτης*. Ο τ. ἀμορβίτης διασώζει (διαλεκτικώς) ως β το F που υπήρχε στην πρωτόθετη λ. *αμορFα (πρβλ. κ. ἀμόρα). Το ίδιο ισχύει και για το γ τού παράλληλου τ.… … Dictionary of Greek
αμόρα — ἀμόρα, η (Α) είδος γλυκίσματος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι β και γ αντιστοίχως τών τ. αμορβίτης, αμοργίτας οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με F: *αμορFα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβίτης, ἀμοργίτας, ἀμορίτης (ἄρτος)] … Dictionary of Greek