- ἀνθρακῖτις
ἀνθρακῖτις, ιδος, γῆ, kohlenartig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθρακῖτις, ιδος, γῆ, kohlenartig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανθρακίτις — η (Α ἀνθρακῑτις) νεοελλ. 1. αρρώστια των αμπελιών 2. περιοχή που έχει γαιάνθρακες αρχ. είδος καύσιμου άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς ως απόδοση του γαλλ. anthracuose] … Dictionary of Greek