ἀνθρακο-καύστης

ἀνθρακο-καύστης

ἀνθρακο-καύστης, , Kohlenbrenner, Schol. Ar. Ach. 325.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καμινοκαύστης — καμινοκαύστης, ό, θηλ. καμινοκαύστρια (Α) 1. αυτός που θερμαίνει καμίνι ή κλίβανο 2. φρ. «καμινοκαύστης γύψου» αυτός που παράγει γύψο σε καμίνι ή κλίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + καύστης (< καύστης < καίω), πρβλ. ανθρακο καύστης, νεκρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”