ἀνθρακεύω

ἀνθρακεύω

ἀνθρακεύω, Kohlen brennen, Köhler sein, Sp.; γυναῖκας πυρί, Ar. Lys. 340.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανθρακεύω — (Α ἀνθρακεύω) παρασκευάζω ξυλάνθρακες νεοελλ. (για πλοία ή ατμομηχανές) προμηθεύομαι κάρβουνα αρχ. καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ανθρακεύς. ΠΑΡ. ανθρακευτής νεοελλ. ανθράκευση αρχ. ανθρακευτός. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος 1. φτιάχνω ξυλοκάρβουνο: Τους απαγόρεψαν να ανθρακεύουν στο δάσος του χωριού. 2. προμηθεύομαι γαιάνθρακες για την κίνηση πλοίου ή σιδηρόδρομου: Ανθράκευσαν στη Νεάπολη και κατόπι συνέχισαν το ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἠνθρακευμένα — ἀνθρακεύω make charcoal perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠνθρακευμένᾱ , ἀνθρακεύω make charcoal perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠνθρακευμένᾱ , ἀνθρακεύω make charcoal perf part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακευόντων — ἀνθρακεύω make charcoal pres part act masc/neut gen pl ἀνθρακεύω make charcoal pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακευομένοις — ἀνθρακεύω make charcoal pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακεύειν — ἀνθρακεύω make charcoal pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακεύεται — ἀνθρακεύω make charcoal pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακεύσαντες — ἀνθρακεύω make charcoal aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθράκευση — η 1. η κατασκευή ξυλανθράκων 2. (για πλοία, ατμομηχανές) προμήθεια, εφοδιασμός με άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακεύω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833), κατα το ύδρευση] …   Dictionary of Greek

  • ανθρακίζω — (AM ἀνθρακίζω) 1. ανθρακεύω* 2. ψήνω κάτι στην ανθρακιά μσν. μοιάζω με τον πολύτιμο λίθο άνθρακα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”