- ἀμοργίδιον
ἀμοργίδιον, τό, dimin. von ἀμοργίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμοργίδιον, τό, dimin. von ἀμοργίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμοργίδια — ἀμοργίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)