ὀμοργάζω, = ὀμόργνυμι, H. h. Merc. 351, nach Ilgen's Emend. ὠμόργαζε für ὡμάρταζε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοργάζω — ὀμοργάζω (Α) σφουγγίζω, σκουπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀμοργ τού ὀμόργνυμι + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
ὠμόργαζε — ὀμοργάζω wipe off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)